- τίλιο
- Aφέψημα που παρασκευάζεται από τα άνθη της φλαμουριάς.
* * *το, Ν1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής πλατύφυλλης φλαμουριάς, αλλ. πλατύφυλλο φλαμούρι3. (φαρμ.) έγχυμα ανθέων διαφόρων ειδών φλαμουριάς, συνήθως τής Tilia cordata και τής Tilia platyphyllos, που περιέχει αιθέρια έλαια, βλεννώδεις και πικρές ουσίες καθώς και γλυκοσίδες φλαβονών και χρησιμοποιείται ως διαφορητικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και κατευναστικό υπό μορφή πώματος ή λουτρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tiglio < λατ. tilia «φιλύρα» < πτελέα].
Dictionary of Greek. 2013.